- πολύβλαστος
- -η, -οαυτός που έχει πολλά βλαστάρια, κλωνιά: Κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολύβλαστος — η, ο, Ν 1. (για φυτό) αυτός που έχει πολλούς και ζωηρούς βλαστούς 2. (για τόπο) πλούσιος σε βλάστηση, χλοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό βλαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek